-
1 βωμός
2 mostly, altar with a base,ἱερὸς β. Il.2.305
, etc.;πρὸς βωμῷ σφαγείς A.Eu. 305
;βωμὸς ἀρῆς φυγάσιν ῥῦμα Id.Supp.84
(lyr.);βωμῶν ἀπείργειν τινά Id.Ch. 293
;ἀγυιεὺς β. S.Fr. 370
; of suppliants,ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι Od.22.334
; βωμοῖσι προσῆσθαι, προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι, S.OT16, OC 1158;βωμὸν ἵζειν E. Ion 1314
: also in Prose,β. ἱδρύσασθαι Hdt.3.142
, cf. Pl.Prt. 322a;ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν β. Hdt.6.108
;ἐπὶ βωμῶν καθέζεσθαι Lys.2.11
.3 later, tomb, cairn, Epigr.Gr.319.4 title of poems by Dosiades and Besantinus, AP15.26and25, cf. Luc.Lex.25.5 altar-shaped cake, IG2.1651B,C, Poll.6.76.6 Ζεὺς Βωμός, prob. a Syrian god, Hermes37.118 ([place name] Syria).8 in pl., = ἔμβολοι, Hsch. -
2 τεύχω
Aτεύξω Od.1.277
: [tense] aor.ἔτευξα Il.14.338
, etc.; [dialect] Ep.τεῦξα 18.609
, Od.8.276: [tense] pf.τέτευχα AP6.40
(Maced.), 9.202 (Leo Phil.), intr. once in Hom. (v. infr. 1.3); in correct writers τέτευχα is the [tense] pf. of τυγχάνω (for in Il.13.346 ἡρώεσσι τετεύχατον or τετεύχετον is f.l. for ἐτεύχετον):—[voice] Med., [tense] fut. τεύξομαι in act. sense, Il.19.208 (dub. l. here and in A.Ag. 1230), but prob. pass. in Il.5.653 (elsewh. [tense] fut. of τυγχάνω): [tense] aor. inf.τεύξασθαι h.Ap.76
, 221: redupl. [tense] aor. τετῠκεῖν, -έσθαι, v. infr. 1.1:—[voice] Pass., 3 [tense] fut.τετεύξομαι Il.21.322
, 585: [tense] aor.ἐτύχθην 4.470
, A.Eu. 353 (lyr.);ἐτεύχθην Hp.Decent.17
(v.l.), AP6.207 (Arch.), etc. (but this belongs equally to τυγχάνω): [tense] pf. τέτυγμαι, [tense] plpf. ἐτετύγμην, freq. in Hom., etc., v. infr.; [ per.] 3pl. τετεύχαται, ἐτετεύχατο, τετεύχατο, Il.13.22, 11.808, 18.574: (v. τυγχάνω):—make ready, make, freq. in [dialect] Ep. and Lyr.; also in A., but rare in S. and E. (once in Com., Eub.43); never in Prose.I produce by work or art; esp. of material things, make, build, δώματα, θάλαμον, νηόν, etc., Il.6.314, 14.166, Od.12.347, etc.; of a worker in metal,τὸ μὲν [σκῆπτρον] Ἥφαιστος κάμε τεύχων Il.2.101
;θώρηκα, τὸν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 8.195
; τρίποδας.. ἔτευχεν [Ἥφαιστος] 18.373; τ. δόλον, of the net which Hephaestus wrought, Od.8.276;τέκτονος υἱόν,.. ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν Il.5.61
; of women's handiwork, εἵματα τ. Od.7.235; of a cook, δεῖπνον τετυκεῖν dress or prepare a meal, 15.77,94 (so in [voice] Med., prepare a meal or have it prepared, of those who are to eat it, 20.390;τετύκοντό τε δαῖτα Il.1.467
, 2.430;τεύχοντο δαῖτα Od.10.182
;τεύξεσθαι δόρπον Il.19.208
;δόρπον τετύκοντο Od.12.307
, cf. 283, al. (the [dialect] Ep. [tense] aor. τετυκεῖν, τετυκέσθαι is used in this sense only)); alsoτεῦχε κυκειῶ Il.11.624
; ἄλφιτα τεύχουσαι preparing meal (by grinding the grain), Od.20.108; αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ' formed, created it, Il5.449: so also in Pi. and A., , cf. O.1.30;δαῖτ'.. ἔτευξεν A.Ag. 731
(lyr.); φάρμακον τεύχουσα ib. 1261; ὦ γαῖα κεραμί, τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε; Eub. l.c.:—[voice] Pass.,δώματα τετεύχαται Il.13.22
;ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Od.10.210
, 252, cf. 21.215;θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί Il. 11.808
;βωμὸς.. τέτυκτο Od.17.210
;νηός γε τέτυκτο Il.5.446
; οἱ.. σῆμα τετεύξεται for him a tomb shall be built, 21.322;εἵματα.. τετυγμένα χερσὶ γυναικῶν 22.511
; ἱμάντα.., ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται in which all are wrought, are to be found, 14.220: τετύχθαι τινός to be made of.., ;περόνη χρυσοῖο τέτυκτο Od.19.226
, cf. Hes.Sc. 208: c. dat. rei, τετυγμένα δώματα.. ξεστοῖσιν λάεσσι built with or of.., Od.10.210;αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι 19.563
; but δόμον.. αἰθούσῃσι τετυγμένον built or furnished with.., Il.6.243.2 [tense] pf. part. τετυγμένος freq. has the sense of an Adj., = τυκτός, well=made, well-wrought, τεῖχος, βωμὸς τετ., Il.14.66, Od.22.335, al.; σάκος, δέπας, κρητήρ, Il.14.9, 16.225, 23.741, al.;ἄγγεα Od.9.223
;δῶρα 16.185
; ἀγρός wrought, tilled, 24.206: metaph., νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος a ready, constant mind, 20.366.3 [tense] pf. part. [voice] Act. occurs once in pass. sense, ῥινοῖο τετευχώς made of hide, 12.423.II of natural phenomena. actions, events, etc., cause, bring to pass, τ. ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν, of Zeus, Il.10.6;αἱ δὲ [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
; παλίωξιν τ. 15.70, cf. Hes.Sc. 154 ([voice] Pass.);βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;γέλω δ' ἑτάροισιν ἔτευχε 18.350
; γάμον τ. 1.277;τ. πομπήν 10.18
, cf. Pi.P.4.164;τ. πόλεμον καὶ φύλοπιν Od.24.476
;θάνατόν τινι 20.11
; ἄλγεα, κήδεά τινι, work one woe, Il.1.110, Od. 1.244;ἐν δ' ἄρα οἱ στήθεσσι.. αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Hes.Op.79
, cf. 265, Th. 570;τ. ξείνια Pi.P.4.129
; τ. μέλος ib.12.19; τ. γέρας, τιμάν τινι, get him honour, Id.I.1.14,67;τ. κακά A.Eu. 125
; τ. στάσιν ἐν ἀλλήλαισι, i.e. to quarrel, Id.Pers. 189;τ. φόβον Id.Pr. 1090
(anap.); ; ;φίλοις ἔριν Id.Andr. 644
;κρυπτὸν δόλον Call.
in PSI11.1218a6:— [voice] Pass., to be caused, and so, arise, occur,ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον Il. 4.470
, cf. 2.320; , cf. Il.14.53, 22.450;τὰ δ' οὐ ἴσαν, ὡς ἐτέτυκτο Od.4.772
, cf. 392;ἡμῖν νεῖκος ἐτύχθη Il.11.671
; ;Ἀργείοισι.. νόστος ἐτύχθη 2.155
; ὅμαδος ἐτ. 12.471, etc.; τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος ib. 345, cf. 5.653; εἰ δή μοι ὁμοίη μοῖρα τέτυκται is ordained, 18.120; ; φόνος υἷι τέτ. Od.4.771;φίλοισι δὲ κήδεα.. τετεύχαται 14.138
, cf. Il.21.585; ἐν βροτοῖς γέρων λόγος τέτυκται there exists, A.Ag. 751 (lyr.), cf. E.El. 457 (lyr.).III c. acc. pers., make so and so,ὄφρα μιν.. ἄγνωστον τεύξειεν Od.13.191
, cf. 397; τ. τινὰ ἰσοδαίμονα, μέγαν, εὐδαίμονα, Pi.N.4.84, A.Eu. 668, E.Heracl. 614 (lyr.): of things,οὐδέ κεν ἄλλως οὐδὲ θεὸς τεύξειε Od.8.177
: c. dupl. acc., ὦ πούς, τί σε.. τεύξω; what shall I make of thee? S.Ph. 1189 (lyr.):—hence in [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. simply for γίγνεσθαι orεἶναι, Ζεὺς ταμίης πολέμοιο τέτυκται Il.4.84
; [Ὠκεανὸς] γένεσις πάντεσσι τέτ. 14.246; , cf. 16.605; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτ. 5.402, cf. 16.622; νόον ἐν πρώτοισι.. ἐτ. was among the first in mind, 15.643; γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο thou was like a woman, 8.163; ;Νύμφαις, ταὶς Δίος ἐξ αἰγιόχω φαῖσι τετυγμέναις Alc.85
: also of things, τόδε σῆμα τετύχθω let this be the sign, Od.21.231, cf. Il.22.30: in [tense] aor. 1,πέπλων ἅκληρος ἐτύχθην A.Eu. 353
(lyr.), cf. Supp.87 (lyr.). -
3 κτήσιος
A belonging to property, χρήματα κ. property, A.Ag. 1009 (lyr.); κ. βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690.II domestic, Ζεὺς κ. the protector of house and property, A. Supp. 445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl.,τοὺς κ. Δίας Anticl.13
; also Ἀθηνᾶ κ. Hp.l.c.;ὁ θεὸς ὁ κ. Plu.2.828a
; κ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, A.Ag. 1038; θεοὶ κ., = Lat. Penates, D.H. 8.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτήσιος
-
4 ὅσος
ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)1 rel., as much as, many asa c. specific antecedent.τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον P. 3.47
ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
irregularly coordinated,ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
b antecedent not defined.ὅσοι δ' ἐτόλμασαν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.68
ὅσσα τ' ἀριστεύσατε, δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. N. 2.17) O. 13.43Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.107
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.13
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
c antecedent assimilated into rel. cl.ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν I. 4.9
d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far asμακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.35
2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99 “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷς” P. 9.46ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
a adj., what a, how manyδιήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ O. 9.93
νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν N. 10.41
b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9. -
5 ὅσσος
ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)1 rel., as much as, many asa c. specific antecedent.τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον P. 3.47
ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
irregularly coordinated,ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
b antecedent not defined.ὅσοι δ' ἐτόλμασαν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.68
ὅσσα τ' ἀριστεύσατε, δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. N. 2.17) O. 13.43Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.107
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.13
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
c antecedent assimilated into rel. cl.ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν I. 4.9
d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far asμακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.35
2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99 “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷς” P. 9.46ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
a adj., what a, how manyδιήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ O. 9.93
νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν N. 10.41
b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9. -
6 ἑρκεῖος
A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑ., as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant. 487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd. 302d, Arist.Mu. 401a20 : abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4 ; alsoβωμὸς ἑ. Pi. Pae.6.114
.2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch. 561, 571, 653 ;πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj. 108
;ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr. 483
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρκεῖος
-
7 ἑστία
ἑστία, ἡ, [dialect] Ion. [full] ἱστίη (as always in Hom. (exc. in ἀνέστιος, ἐφέστιος) and Hdt., cf. Schwyzer687.1 (Chios, vii/vi B. C.), IG12(5).554 ([place name] Ceos), andA v. ἐφέστιος; ἑστίῃ is f.l.in Hes.Op. 734) ; [dialect] Boeot.[full] ἱστία ([etym.] Ἱ.) IG7.556 ([place name] Tanagra) ; also Coan, SIG1025.29, and Arc., ib.559.55 ; [dialect] Locr. [full] ἰστία IG9(1).334.7 ; both forms in Cretan, [full] Ἑστία SIG527.15 (iii B. C.), [full] Ἱστία GDI5079.7, al.:—hearth of a house, in Hom. only in solemn appeals,ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν..ἱστίη τ' Ὀδυσῆος Od.14.159
, al., cf. Hdt.4.68, S.El. 881 ; καθῆσθαι παρ' ἑστίᾳ, of suppliants, Pi.Fr.81 ;ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Th.1.136
;ἡ δορύξενος ἑ. S.OC 633
;ἑ. μεσόμφαλος A.Ag. 1056
;ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ' ἑστίᾳ Id.Fr. 362.3
.2 the house itself, home, Pi.O.1.11,P.11.13 : freq. in Trag., as A.Ch. 264, etc.;διξὰς ἱστίας οἴκεε Hdt.5.40
; καταλείποντα ἐν τᾷ ἰστίᾳ παῖδα ἡβάταν, of a colonist, IG9(1).334 ([dialect] Locr., v B. C.): metaph., of the last home, the grave,τὰν χθόνιον ἑ. ἰδεῖν S.OC 1726
(lyr.).3 household, family, οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ., Hdt.1.176 ; .δ'.4 altar, like ἐσχάρα, A.Th. 275, Eu. 282 ;βούθυτος ἑ. S.OC 1495
(lyr.); γᾶς μεσσόμφαλος ἑ., of the Delphic shrine, E. Ion 462 (lyr.);Πυθόμαντις ἑ. S. OT 965
; βωμός, ἑ. χθονός (as a sanctuary) A.Supp. 372 (lyr.); ἡ κοινὴ ἑ. the public altar, serving as. a sanctuary to refugees, IG22.1029, Arist.Pol. 1322b28 ;πολιτικὴ ἑ. App.Pun.84
:—ἡ κοινὴ ἑ. also of the public table,ἐδέξαντο τοὺς πρεσβευτὰς ἐπὶ τὴν κοινὴν ἑ. Plb.29.5.6
, cf. IG5(1).961 ([place name] Cotyrta), 7.21 (Orchomenus in Boeotia), Poll.9.40 ; μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας, of a class of public initiates at Eleusis, Is.Fr.84, cf.IG 2.1355, al. ; soὁ ἀφ' ἑ. παῖς Porph.Abst.4.5
; simplyὁ ἀφ' ἑ., ἡ ἀφ' ἑ., Ἐφ. Ἀρχ. 1894.176
,1885.146.5 metaph., of places which are to a country as the hearth to a house, as a metropolis, Plb.5.58.4 ;ἑ. καὶ μητρόπολις D.S.4.19
; of Delos,ἱστίη ὦ νήσων Call.Del. 325
:—Pythag., of the central fire of the universe, Philol.7, etc., cf. Alex.Aphr. in Metaph.38.23 ; of the earth, E.Fr. 944 ; of the heart in the body, Arist.PA 70a25 ; μίαν, ἰδίαν ἑ. ἤθους οὐκ ἔχειν, Plu.2.52a,97a ; of the liver as focus of a fever, Gal.15.742.II as pr. n. [full] Ἑστία, [dialect] Ion. [full] Ἱστίη, [full] Ἑστίη, h.Hom.24.1, v.l. in Hes.Th. 454:—the hearthgoddess, h.Ven.22, Hes.Th.l.c., Pi.N.11.1, etc., cf. h.Hom.24,29, Orph.H.84, D.S.5.68 ;Ἑ. βουλαία IG12(5).732
([place name] Andros), Aeschin. 2.45, App.Mith.23 ; [full] Ἑ.πρυτανεία IG12(5).659
([place name] Syros); worshipped as ἡ κοινὴ Ἑ. by the Getae, D.S.1.94, cf. Hdt.4.127 : prov., ἀφ' Ἑστίας ἄρχεσθαι to begin from the beginning, Ar.V. 846, Pl.Euthphr.3a ;ἀπ' ἄλλης Ἑ. καὶ ἀρχῆς τὰς πράξεις προχειρίζεσθαι Str.1.1.16
(alsoἐξ ἑ. ἄρχεσθαι Hsch.
) ; ἡ Ἑ. γελᾷ, of the fire crackling, Arist.Mete. 369a32.2 = Lat. Vesta, Str.5.2.3, Plu.Rom.2, etc.3 title of a priestess, IG9(1).486 ([place name] Acarnania); ἑ. πόλεως, as an honorary title, ib.5(1).583 ([place name] Sparta). [[pron. full] ῑ in Od. in the appellat. 14.159, [pron. full] ῐ in h.Hom. in pr.n. ; in Hes. the reverse: [pron. full] ῐ always in Com.and Trag.] (Etymological connexion with Vesta is doubtful ; the dialects never have ϝ-, exc. in the pr. n. [full] ϝιστίαυ (gen.sg.masc.)IG5(2).271.18 ([place name] Mantinea); cf. γιστία.)
См. также в других словарях:
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
σημαλέος — Επίκληση του Δία στην αρχαία Αττική. Ο βωμός του Σ. Δ. βρισκόταν σε κορυφή της Πάρνηθας, που φαινόταν από την Ακρόπολη. Από εκεί, οι Πυθαϊστές που βρίσκονταν στην Αθήνα, παρατηρώντας διάφορα «σημάδια», έκαναν προγνωστικά των καιρικών συνθηκών,… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek
Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… … Dictionary of Greek